Μπορεί τα χρόνια που ζούμε τώρα οι δολοφονίες να είναι μέρος την καθημερινότητος των αστυνομικών ρεπόρτερ, αλλά τη δεκαετία του 1930 δεν ήταν κάτι που συναντούσες συχνά στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.
Όλα ξεκίνησαν σε ένα χωριό της Δράμας, όταν ο φωτογράφος Αντώνης Π. προσπαθούσε να βοηθήσει με κάθε τρόπο τη χήρα Θ. που πάλευε να επιβιώσει έχοντας να μεγαλώσει τη μικρή της κόρη Ελένη.
Η αρχικά φιλική σχέση μεταξύ της νεαρής κοπέλας και του 63χρονου εξελίχθηκε σε αίσθημα.
Ο φωτογράφος χωρίζει τη σύζυγό του, την διώχνει από το χωριό και αρχίζει να "ζει" με την οικογένεια της χήρας.
Οι επισκέψεις στο σπίτι του είναι καθημερινές, και πλέον έχει αναλάβει τον ρόλο του προστάτη της οικογένειας.
Όλα όμως πήραν λάθος τροπή όταν όπως περιγράφουν οι εφημερίδες της εποχής, ο 63χρονος διέφθηρε την νεαρα κορασίδα.
Οι φήμες στο χωριό εξαπλώνονται και όταν ένας χωριανός είδε τη μικρή να βγαίνει από το σπίτι του Αντώνη, την απείλησε πως θα πάει στην Αστυνομία.
Η μικρή μετέφερε στον 63χρονο τις απειλές και τότε εκείνος ξεκίνησε να οργανώνει το τρομακτικό σχέδιό του.
Κάλεσε για φαγητό την Ελένη, έβαλε στο γραμμόφωνο το αγαπημένο της τραγούδι και όταν αυτό τελειώσε την πυροβόλησε και τη τραυμάτισε θανάσιμα.
Άλλαξε ρούχα και έψαχνε σε όλο το χωριό τον άνδρα που με τις αποκαλύψεις του έβαλε τέλος στον έρωτά τους.
Για καλή του τύχη είχε δουλειές στην πόλη και έλειπε. Γύρισε στο σπίτι και αυτοκτόνησε.
Άφησε πίσω του σμειώματα για την μητέρα της μικρής, την αστυνομία και τις εφημερίδες εξηγώντας τα αισθήματά του και κατηγορώντας για αυτουργούς την υποκριτική κοινωνία.